- δυσαγκομιστος
- δυσαγκόμιστοςAesch. = δυσανακόμιστος См. δυσανακομιστος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσαγκόμιστος — δυσαγκόμιστος, ον (Α) φρ. «δυσαγκόμιστον αἷμα» αίμα που δύσκολα παίρνεται πίσω … Dictionary of Greek